Το ακοόγραμμα είναι μια διαγνωστική εξέταση με την οποία εκτιμούμε την ικανότητα κάποιου ανθρώπου να αντιλαμβάνεται ήχους διαφόρων εντάσεων και συχνοτήτων. Το ζητούμενο είναι να εντοπίσουμε την ελάχιστη ένταση που πρέπει να έχει το ηχητικό ερέθισμα σε κάθε συχνότητα ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον εξεταζόμενο. Με τον τρόπο αυτό είμαστε σε θέση να διαγνώσουμε μια πιθανή βαρηκοΐα όπως και να εκτιμήσουμε την σοβαρότητά της. Πρόκειται για μια διαδικασία μη επεμβατική και τελείως ανώδυνη. Πραγματοποιείται στον χωρο του ιατρείου χωρίς κάποια προετοιμασία από την πλευρά του ασθενή.
Η ακοή χρησιμεύει ώστε ο άνθρωπος να λαμβάνει πληροφορίες από το περιβάλλον του, να τις επεξεργάζεται και να αντιδρά αναλόγως σε αυτές. Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι άλλες από τους διάφορους ήχους (ηχητικά κύματα) οι οποίοι χρησιμεύουν ως σήματα που μέσω του αυτιού καταλήγουν στον εγκέφαλο. Το θαύμα της όλης διαδικασίας είναι πως ένα μηχανικό ερέθισμα μπορεί να μετατραπεί σε ηλεκτρικό!
Η ένταση των ήχων μετριέται σε ντεσιμπέλ (dB). Έτσι για παράδειγμα, ο ψίθυρος έχει ένταση 30 dB, η δυνατή μουσική κυμαίνεται μεταξύ 80 και 120 dB και η μηχανή ενός αεροπλάνου 140 dB. Η συχνότητα των ήχων μετριέται σε Hertz (Hz) (δηλαδή οι διαφορετικές νότες που ακούμε). Οι χαμηλής συχνότητας (μπάσοι) ήχοι κυμαίνονται μεταξύ 50 και 60 Hz, ενώ οι υψηλής συχνότητας από 10000 Hz και πάνω. Το ανθρώπινο αυτί φυσιολογικά ακούει στις συχνότητες μεταξύ 20 και 20.000 Hz όμως στο ακουόγραμμα ελέγχονται οι συχνότητες από 250 έως και 8000 Hz μιας και αυτές θεωρούνται σημαντικές για την κατανόηση της ομιλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και ελέγχουμε τις διάφορες συχνότητές (που λέγονται στην ακοομετρία καθαροί τόνοι) στο ακοόγραμμα, όλοι οι ήχοι που ακούμε στην καθημερινότητά μας καλύπτουν ένα φάσμα συχνοτήτων και δεν θεωρούνται καθαροί τόνοι.
Για να γίνει αντιληπτός ένας ήχος το σύστημα της ανθρώπινης ακοής θα πρέπει να επιτελέσει τις παρακάτω λειτουργίες:
Η ύπαρξη βλάβης σε οποιοδήποτε σημείο αυτής της διαδρομής περιορίζει την αντίληψη του ήχου και οδηγεί σε βαρηκοΐα.
Το ακοόγραμμα πραγματοποιείται μέσα σε ένα ήσυχο δωμάτιο ή σε ειδικό ηχομονωμένο ακοομετρικό θάλαμο. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης θα φορέσετε στο κεφάλι σας ειδικά ακουστικά. Θα σας ζητηθεί να παραμείνετε ακίνητοι και να μη μιλάτε. Τα ακουστικά είναι συνδεδεμένα με τη συσκευή του ακουογράφου. Ο ακουογράφος παράγει ήχους διαφόρων συχνοτήτων και εντάσεων οι οποίοι φτάνουν μέσω των ακουστικών στα αυτιά σας, πρώτα στο ένα και μετά στο άλλο. Στο χέρι σας θα κρατάτε ένα ειδικό κουμπί το οποίο ο γιατρός θα σας πει να πατάτε κάθε φορά που ακούτε κάποιο ήχο, έστω και ελάχιστης έντασης. Με τον τρόπο αυτό ο γιατρός θα καταγράψει για κάθε συχνότητα την ελάχιστη ένταση στην οποία ο ήχος ήταν αντιληπτός από εσάς.
Προκειμένου ο ωτορινολαρυγγολόγος να εξετάσει τη λεγόμενη οστέινη αγωγή των ήχων, τοποθετεί στη μαστοειδή (κόκκαλο πίσω από το αυτί) ειδικό οστεόφωνο μέσω του οποίου χορηγεί ηχητικά ερεθίσματα. Η καταγραφή της οστέινης αγωγής στο ακοόγραμμα αντανακλά τη λειτουργία του ακουστικού νεύρου.
Το ακουόγραμμα δείχνει το επίπεδο ακοής του κάθε αυτιού του εξεταζόμενου σε ήχους διαφόρων συχνοτήτων. Το αποτέλεσμα καταγράφεται σε ειδικό γράφημα. Σε αυτό, τα αποτελέσματα που αφορούν το δεξί αυτί σημειώνονται με κόκκινο χρώμα ενώ αυτά που αφορούν το αριστερό με μπλε. Όπως αναφέραμε η ένταση του ήχου μετριέται σε ντεσιμπέλ (dB) και καταγράφεται στον κάθετο άξονα του διαγράμματος ενώ η συχνότητα του ήχου σε Hertz (Hz) και καταγράφεται στον οριζόντιο άξονα.
Με βάση το αποτέλεσμα της εξέτασης η ακοή του ασθενή μπορεί να ταξινομηθεί σε μία από της ακόλουθες κατηγορίες:
Τα είδη βαρηκοΐας που μπορούν να διαγνωστούν με το ακουόγραμμα είναι τα παρακάτω:
Μερικές από τις συχνότερες παθήσεις, στη διάγνωση των οποίων το ακουόγραμμα είναι εξαιρετικά χρήσιμο, είναι οι παρακάτω:
Το ακουόγραμμα μπορεί να γίνει από την ηλικία των 4-5 ετών και μετά. Αυτή είναι η ελάχιστη ηλικία κατά την οποία ο μικρός ασθενής μπορεί να συνεργαστεί για τη διεξαγωγή της εξέτασης. Από εκεί και πέρα, άνθρωποι κάθε ηλικίας μπορούν να υποβληθούν στην εξέταση.