Τα ακουστικά οστάρια είναι 3 μικρά οστά τα οποία βρίσκονται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού. Ονομάζονται σφύρα, άκμονας και αναβολέας και σχηματίζουν την ακουστική αλυσίδα. Ο ρόλος τους είναι να μεταφέρουν το ηχητικό κύμα από την τυμπανική μεμβράνη προς το εσωτερικό του αυτιού. Για το λόγο αυτό πρέπει να αρθρώνονται μεταξύ τους με τρόπο που να επιτρέπει την ομαλή κίνησή τους και την αγωγή του ηχητικού κύματος.
Η ωτοσκλήρυνση είναι η παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση ως επί το πλείστον του αναβολέα (το τελευταίο οστό της αλυσίδας) από παθολογικό οστό με αποτέλεσμα την αγκύλωσή του και τον περιορισμό της κίνησής του. Σε προχωρημένες περιπτώσεις ωτοσκλήρυνσης αυτή η διαταραχή του φυσιολογικού οστού επεκτείνεται βαθύτερα στο αυτί, στον κοχλία, προκαλώντας τη λεγόμενη κοχλιακή ωτοσκλήρυνση. Η πάθηση μπορεί να εμφανιστεί είτε στο ένα είτε συνηθέστερα και στα δύο αυτιά και τις περισσότερες φορές γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή σε ηλικία μεταξύ 30 και 50 ετών. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες, αφορά κυρίως άτομα της λευκής φυλής ενώ σημαντικό ρόλο στην εκδήλωσή της παίζουν η κληρονομική προδιάθεση και η εγκυμοσύνη.
Οι ασθενείς με ωτοσκλήρυνση έρχονται στο γιατρό γιατί αντιλαμβάνονται ότι η ακοή τους προοδευτικά μειώνεται. Η βαρηκοΐα αυτή αφορά συνήθως και τα δύο αυτιά ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχουν βουητά καθώς και ζαλάδα ή ίλιγγος. Αυτά τα συμπτώματα είναι όμως σπάνια.
Η διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης γίνεται κατ’ αρχήν με τη βοήθεια του ιστορικού στο οποίο ο/η ασθενής εκτός από τα δικά του συμπτώματα μπορεί να αναφέρει οικογενειακό ιστορικό βαρηκοΐας ή επιδείνωση της ακοής κατά τη διάρκεια ή μετά από μία εγκυμοσύνη. Ακολουθεί προσεκτική εξέταση του αυτιού με το οπτικό μικροσκόπιο (ωτομικροσκόπηση) και η πάθηση επιβεβαιώνεται με τον αναλυτικό ακοολογικό έλεγχο που τυπικά περιλαμβάνει ακουόγραμμα και τυμπανόγραμμα, όπως και έλεγχο των ακουστικών αντανακλαστικών και εξέταση με τονοδότες (διαπασών).
Στόχος της χειρουργικής θεραπείας είναι να αποκατασταθεί η ακοή του ασθενή. Η εγχείρηση με την οποία επιτυγχάνεται αυτό είναι η αναβολεκτομή ή η αναβολοτομή. Γίνεται υπό γενική αναισθησία και κατά τη διάρκειά της είτε αφαιρείται ολόκληρος ο αναβολέας και αντικαθίσταται από ειδική τεχνητή πρόθεση είτε δημιουργείται μία μικρή οπή στη βάση του όπου στη συνέχεια προσαρμόζεται ειδικό τεχνητό μόσχευμα. Όλοι οι χειρουργικοί χειρισμοί γίνονται κάτω από το μικροσκόπιο με τη βοήθεια Laser και ειδικών εργαλείων ωτοχειρουργικής. Η επέμβαση γίνεται μέσα από το αυτί χωρίς καμία εξωτερική τομή.
Δεν είναι όλοι οι ασθενείς κατάλληλοι για να υποβληθούν σε αναβολοτομή ή αναβολεκτομή. Έτσι, δεν προτιμούμε τη χειρουργική επέμβαση όταν η φυσική κατάσταση του ασθενούς δεν είναι καλή, όταν η μορφή της βαρηκοΐας δεν είναι τέτοια που να επιδέχεται σημαντική βελτίωση με το χειρουργείο, όταν το άλλο αυτί δεν είναι λειτουργικό ή όταν απλά ο ασθενής δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε μία χειρουργική επέμβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις η χρήση του κατάλληλου ακουστικού βαρηκοΐας μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τον πάσχοντα βελτιώνοντας σημαντικά την ακοή του και κατ’ επέκταση την ποιότητα της ζωής του.
Το αποτέλεσμα της επέμβασης είναι εντυπωσιακό καθώς ο ασθενής αντιλαμβάνεται την βελτίωση της ακοής του αμέσως μόλις συνέλθει από την αναισθησία. Συστήνεται παραμονή στο κρεβάτι για 24 ώρες και κατόπιν δίνεται εξιτήριο και μετεγχειρητικές οδηγίες που πρέπει να τηρηθούν πιστά. Για τις πρώτες ημέρες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο χορηγούνται ήπια παυσίπονα και σύντομη αντιβιοτική αγωγή. Ένα μικρό επίθεμα που υπάρχει στο αυτί αφαιρείται σε 5 ημέρες στο ιατρείο. Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του σε 2 εβδομάδες. Σε περίπτωση που και το άλλο αυτί πάσχει από ωτοσκλήρυνση πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον 1 χρόνο προτού προχωρήσουμε σε χειρουργική επέμβαση και σε αυτό.